perorata - ορισμός. Τι είναι το perorata
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι perorata - ορισμός


perorata      
sust. fem.
Oración o razonamiento molesto o inoportuno.
perorata      
perorata f. Desp. de "peroración"; exposición de ideas u opiniones, larga y pesada.
perorata      
Sinónimos
sustantivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για perorata
1. Y el procesado se largó una perorata: "No voy a decir que sea un angelito.
2. Si no hay suficientes cajones, saldrán en bolsas de plástico". La perorata del general no se queda ahí.
3. Ha oído muchas veces a Amina y a otras mujeres soltar la perorata de que Alá desea que todas las mujeres cuiden de los hombres que velan por ellas.
4. Y tampoco supieron hacerlo en marzo de 2004, cuando empezaron una campaña terrible de injurias". El público interrumpía el discurso con aplausos, gritos y comentarios que González recogía con habilidad e introducía en su perorata con ironía.
5. Entonces se politizó el acto y tuvimos que embucharnos otra perorata del inagotable Chávez, ridiculizando a los EEUU y elogiando a esa entelequia inútil que lleva como nombre ALBA y que la compone un club de muertos de hambre como son Bolivia, Venezuela, Cuba y Nicaragua.
Τι είναι perorata - ορισμός